έξηβος

έξηβος
ἔξηβος, -ον (Α)
αυτός που πέρασε την ηλικία τού εφήβου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ηβός, πρβλ. έφ-ηβος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἔξηβος — past one s youth masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔξηβον — ἔξηβος past one s youth masc/fem acc sg ἔξηβος past one s youth neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξήβοις — ἔξηβος past one s youth masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ήβη — I Αρχαιοελληνική θεότητα. Ήταν κόρη του Δία και της Ήρας. Σύμφωνα με τον μύθο, οι Αθάνατοι την πάντρεψαν με τον Ηρακλή μετά την αποθέωσή του. Προσωποποίηση της νεότητας, είχε τα καθήκοντα της οινοχόου των θεών και ιδιαίτερης θεραπαινίδας της Ήρας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”